ξεβαβουλίζω

ξεβαβουλίζω
βγάζω το βαμβάκι από το βαβούλι του, από την κάψα του
2. ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + βαβούλι «μπουμπούκι, κάψα του βαμβακιού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”